Logos Theou
Μηνιαίο Πνευματικό Μήνυμα
Λυχνος εις τους ποδας μου ειναι ο λογος σου,
και φως εις τας τριβους μου
[ΨΑΛΜΟΙ 119:105]
Ο Ασωτος Γιός - Γιάννη ΄Ερτσο
Νάτος, τώρα, στη χώρα των ονείρων. Αγέρωχος, γελαστός, καλοκαρδισμένος. Ενώ περπατάει, βλέπεις το βήμα του σταθερό, λεβέντικο. «Τρέμει η γη που πατεί» θα μας έλεγε το τραγούδι της λεβεντιάς. Ενώ γλεντάει, παρατηρείς τις κινήσεις του, τα χαρακτηριστικά του και λες και τίποτε δεν τον απασχολεί. Απολαμβάνει αχόρταγα τις ηδονές όπως του προσφέρονται. Ενώ μιλάει με κάποιους φίλούς, για το παρόν, για το μέλλον, λες και κανένα παρελθόν ποτέ δεν έζησε, καμιά κηλίδα ή σκιά που πέρασε δεν άφισε πάνω του τα ίχνη της. Ενώ σκέφτεται, αν μπορούσες να διαβάσεις το κατεβατό του μυαλού του, κανένας φόβος, καμιά μεμψιμοιρία ή απογοήτευση δεν υπάρχει εκεί. 'Ολα είναι ρόδινα. Μέσα του, έξω του, ολόγυρά του. Φίλοι, με το σωρό. Διασκέδαση, μέχρι που να τη μπουχτίζει. Λεφτά, το πουγκϊ του ακόμα γεμάτο. Γιατί λοιπόν να μη νοιώθει όμορφα, γιατί να μη λέει πως είναι ευτυχισμένος; Τώρα που τάχούμε ας καλοπερνάμε, δείχνει σα να λέει, κι αργότερα βλέπουμε. Τώρα που τάχουμε... κι αργότερα βλέπουμε.
Ανάμεσα σε τούτο το τώρα και το αργότερα γράφεται πάντα η ιστορία μας. Η ιστορία του άσωτου, για νάρθουμε πιο κοντά στη Βίβλο, την Αγ. Γραφή, που μόνη, περσότερο από κάθε άλλο βιβλίο ασχολείται με μας, σαν με άσωτους γιους ενός αγαθού Πατέρα, του Θεού.
Ανάμεσα σε τούτο το τώρα, που μπορεί να διαρκέσει λιγότερό ή περσότερο για τον καθένα μας και σε κείνο το αργότερα, που σα σημείο, σαν αφετηρία νέου ξεκινήματος μπορεί να το φτάσουμε ή και όχι, μέσα σ' αυτά τα δυο χρονικά ορόσημα λέγω, ζούμε τα χρόνια της πλάνης μας, όπως ο απόστολος Παύλος μάς λέει στην Β' επιστολή του στον Τιμόθεο, κεφάλαιο γ' , εδάφιο 13: «Πλανιόμαστε και πλαναμε άλλους». Αυτό ακριβώς που έζησε κι ο άσωτος της παραβολής του Χριστού, που την διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο τον Λουκά, κεφ. ιε' , εδάφια 11 έως το τέλος.
Και ποια ήταν η πλάνη που τον παρέσυρε και που παρασέρνει όλους μας, λίγο-πολύ, στη ζωή αυτή; Ήταν μια πλάνη ως προς τα πραγματικά αισθήματα του πατέρα του, μια πλάνη ως προς το αληθινό νόημα και το περιεχόμενο της ζωής, μια πλάνη ως προς τη σωστή αντιμετώπιση του μέλλοντος. Μ' άλλα λόγια, μια υποτίμηση όλων εκείνων που έχούν κάποια αληθινή αξία και μια λανθασμένη εχτίμηση, υπερεχτίμηση θάλεγα, εκείνων που είναι ψεύτικα, απατηλά, φευγα¬λέα.
Ο άσωτος γιος, ο αποστατημένος δηλαδή απ' τον Θεό άνθρωπος, μοιάζει μ' έναν μεθυσμένο, που δε σκέφτεται, που δεν μπορεί να σκέφτεται, αλλά που ζει ξώφρενα, ασυλλόγιστα, τρελά κάτω απ' την επίδραση του οινοπνεύματος. Γι' αυτόν δεν υπάρχει χθες, ούτε αύριο, αλλά ένα τώρα που το γεμίζει με την' παραλυσία του και τις συνέπειές της και που τον εκθέτει σε μύριους κινδύνούς ζωής και θανάτου. Μοιάζουμε ακόμα με τον καβαλάρη που, νοιώθοντας πάνω στ' άλογο του τον εαυτό του Θριαμβευτή, ήρωα, καταχτητή, καλπάζει με την πιο ψηλή ταχύτητα, μη βλέποντας τον γκρεμό μπροστά του που είναι έτοιμος σε λίγο να τον καταπιεί. Μοιάζουμε ακόμα με τον υπνοβάτη που, χωρίς νάχει συνείδηση του τι κάνει, ανοίγει το παράθυρό του, και με τη μεγαλύτερη άνεση κι ευχαρίστηση το δρασκελίζει και κάνει τον περίπατό τον πάνω στο φρύδι του σπιτιού, μη λογαριάζοντας το χάος των τεσσάρων, των έξη, των οκτώ ορόφων πού έχει πλάι του. Σκέψου το μεθυσμένο να ξεκινάει να περάσει το δρόμο την ώρα της μεγάλης κυκλοφορίας. Σκέψου τον καβαλάρη, λίγο πριν τ' άλογό του καλπάζοντας αντικρύσει το γκρεμό. Σκέψου τον υπνοβάτη έχοντας φτάσει περπατώντας στην άκρη του φρυδιού, ενώ τώρα Θα Θελήσει να γυρίσει σε μια άλλη κατεύθυνση. Ρίγος, τρόμος, απελπισία σε πιάνει στην σκέψη αυτή. Κι όμως, είναι ακριβώς εκείνο που ζούμε, που ζει ο κάθε άνθρωπος, ενώ άσωτος πλανιέται μακρυά απ' τον Θεό, επωφελούμενος τυφλά ένα λανθασμένο τώρα, που ούτε ξέρει αν θα τον φέρει σε κάποιο αργότερα. Στη στιγμή εκείνη, δηλαδή, που Θα πρέπει να ξυπνήσει, να συλλάβει τον εαυτό του,.να δει την κατάντιά του και να θελήσει ν' αλλάξει πορεία, αλλοιώς Θα πάει χαμένος για τώρα και για πάντα.
Στην παραβολή του άσωτου που τη μάθαμε όλοι μας από μικρά παιδιά, βλέπουμε στην ζωή του άσωτου δυο ερχομούς. Δυο δρόμους που έπρεπε να διανύσει αν ήθελε να σωθεί απ' το χαμό του. Απ' το χαμό στον οποίο τον οδήγησε η βλακείά του, η αχαριστία του και το πνεύμα μιας εγωιστικής απόλαυσης που τον κατείχε. Ο ένας δρόμος ήταν εκείνος που θα τον έφερνε στον εαυτό του, κι ο δεύτερος εκείνος που μόνο σαν επέκταση του πρώτον Θα τον έφερνε στον πατέρα του.
'Επρεπε πρώτα ναρθεί στον εαυτό του. <<Κι ελθών εις εαντόν, είπε: Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου, κλπ. κλπ. διαβάζουμε στο εδάφιο 17.
Ποτέ, κανείς από μας τους θνητούς, που ζούμε υπό τον ήλιο και που όλοι μας χαρακτηριζόμαστε αμαρτωλοί και άσωτοι για τον Θεό, δεν ήλθε στον Θεό, χωρίς να έχει έλθει πρώτα στον εαυτό του. Χωρίς, μ' άλλα λόγια, να έχει πρώτα συλλάβει την χρεωκοπία του, να έχει αντιληφθεί τους κινδύνους που τον περιμένουν, να έχει φωνάξει, ω, τι έπαθα. Μέσα σ' αύτό τον πρώτο ερχομό, κλείνεται κι η έννοια της μετάνοιας, που οι Γραφές μάς διδάσκουν, και που αποτελεί το πρώτο σκέλος του κηρύγματος του ευαγγελίου. <<Μετανοείτε... και πιστεύετε στο ευαγγέλιο» ήταν το πρώτο κήρυγμα του Χριστού σαν άρχισε το δημόσιο βίο του. Ο δρόμος που κανείς δεν μπορεί ν' αποφύγει. Ο δρόμος που είναι αδύνατο ναρθεί δεύτερος. Ποτέ, κανείς δεν πάει στο γιατρό, αν δεν έχει πρώτα διαπιστώσει πως είναι άρρωστος. Ποτέ, κανείς δεν βάζει τη φωνή για βοήθεία αν δεν έχει νοιώσει κάποιο πόνο, κάποιο κίνδυνο. 'Οπως κι ο γιατρός ποτέ δεν Θα προσφερθεί να βοηθήσει αν δεν κληθεί, ή βοήθεια ποτέ δεν θάρθει αν το αίτημα της ανάγκης δεν ακολουθεί.
Κι αφού ο άσωτος ήλθε στον εαυτό του, τότε θα μπορούσε ναρθεί και στον πατέρα του, «Και σηκωθείς ήλθε προς τον πατέρα του» διαβάζούμε στο εδ. 20. 'Οπως ήτανε. Χρεωκοπημένος, εξουθενωμένος, παρατημένος από φίλους και γνωστούς, απελπισμένος, βρώμικος. Με σκυμμένο το κεφάλι από ντροπή πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στην αρχή με λίγο δισταγμό, με κάποια μπρος-πίσω, που σε λίγο όμως, όλα νικήθηκαν διότι η ανάγκη τον έσφιγγε, διότι άλλος δρόμος δεν υπήρχε γι' αυτόν.
Φυσικά, εκείνο που Θα τον έσωζε απ' την δυστυχία του, την τόσο πολύπλεύρη, την τόσο βαθειά, δεν ήταν ούτε το ότι ήλθε στον εαυτό του επιτέλους, ούτε το ότι πήρε το δρόμο και γύρισε στο σπίτι του. Αυτά ήταν απλώς μέσα, δρόμοι, τρόποι που δεν Θα τον έσωζαν αυτά καθεαυτά, αλλά που Θα τον οδηγούσαν στη σωτηρία. Η σωτηρία δεν ήσαν αυτά. Η σωτηρία ήσαν το ότι ο πατέρας του ήταν ένας αγαθός, σπλαχνικός, συγχωρητικός πατέρας, που τον περίμενε, που είχε την καρδιά του πρώτα και μετά και την πόρτα του ανοιχτή γι' αυτόν, κι ήταν έτοιμος να του δώσει νέες χαρές, νέες προσφορές, νέα πλούτη. Η σωτηρία του ήταν ότι σε λίγη ώρα, καθισμένος στο τραπέζι το οικογενειακό, έχοντας μπροστά του για φαγητό το σιτευτό μοσχάρι, θα ανακηρυσσόταν επίσημα ένα παιδί της οικογένειας και μάλιστα με το διπλό προνόμιο, εκείνου που «ήταν νεκρός και ανέζησε και ήταν χαμένος και ενρέθη».
Φίλε αναγνώστη, αυτή πρέπει νάναι κι η δική σου πορεία. Δυο δρόμούς πρέπει να διανύσεις αν θέλεις να βρεις την αληθινή χαρά, που τόσο μάταια ψάχνεις να βρεις μακρυά απ' τον Θεό, τρώγοντας ξυλοκέρατα απ' το πρωί ως το βράδύ, χωρίς ποτέ να χορταίνεις. Ο πρώτος είναι ναρθείς στα λογικά σου, ναρθείς στον εαυτό σου και να δεις στην πραγματικότητα ποιος είσαι και τι ζεις. Ο δεύτερος, που θα πρέπει ναρθεί σε συνέχεια, είναι ο δρόμος του γυρισμού σου στον Θεό. Στον Θεό της Αγ. Γραφής. Σε Κείνον που σε αγαπάει, που σε περιμένει, που έχει το σπίτί Του ανοιχτό για σένα, που έχει σφάξει τον Αμνό, - τον Υιό Του τον αγαπητό, για να πληρωθούν τα κρίματά σου, οι ανομίες σου, η ασωτία σου. Σε Κείνον που είναι έτοιμος, όπως γυρίσεις αμέσως - να σε ανακηρύξει γιο Του.
Δεν σε συγκινεί η αγάπη Του; Δεν σου μιλάει στην καρδιά 'άκόμα; Αν αυτή δεν σε ξυπνήσει, τίποτα, ω, τίποτα, δε θα σε ξυπνήσει πια. Σαν το μεθυσμένο στη μέση της κυκλοφορίας, σαν τον καβαλάρη που τρέχει για τον γκρεμό, σαν τον υπνοβάτη που περπατάει στο κορνιζόνι, σε λίγο Θα βρεθείς και συ εκεί που καμιά πια ελπίδα επιστροφής δεν υπάρχει.
Σαν πρέσβεις του Ιησού Χριστού σε παρακαλούμε. Ελα στον εαυτό σου, έλα στον Θεό